- στενογράφημα
- το стенограмма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενογράφημα — το, Ν [στενογραφώ] κείμενο γραμμένο με τη μέθοδο τής στενογραφίας … Dictionary of Greek